dict.gr · Ελληνικό/Γερμανικό Λεξικό
αναπλήρωση των πλουτοπαραγωγικών πόρων
Ⓦ
Ⓖ
Ⓝ
Ersetzung von Ressourcen
Ⓦ
Ⓖ
…